στυγέῃσιν

στυγέῃσιν
στυγέω
hate
pres subj act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαίφος — το (Α λαῑφος) νεοελλ. ναυτ. είδος μικρού πανιού τών ιστιοφόρων με τριγωνικό ή τραπεζοειδές σχήμα αρχ. 1. παλιό, κουρελιασμένο ρούχο («ἀμφι δὲ λαῑφος ἕσσω, ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπον ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. ιστίο, πανί, ύφασμα («οὔτε πομπίμοις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”